χρεοφειλέτης

χρεοφειλέτης
-ου + N 1 0-0-0-2-0=2 Jb 31,37; Prv 29,13
debtor
Cf. WALTERS 1973 32.33

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρεοφειλέτης — ὁ, ΜΑ βλ. χρεωφειλέτης …   Dictionary of Greek

  • χρεοφειλέτης — ο ο οφειλέτης χρέους, ο χρεώστης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρεωφειλέτης — και χρεοφειλέτης, ο, ΝΑ πρόσωπο που έχει χρηματικές οφειλές, χρεώστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος/ χρεῖος + ὀφειλέτης. Το ω του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • χρεώστης — ο αυτός που χρωστάει, χρεοφειλέτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”